- παραπλειος
- παράπλειοςπαρά-πλειος3почти полный
παράπλειαι ὦσι τράπεζαι Hom. ap. Plat. (v. l. παρὰ δὲ πλήθωσι τράπεζαι) — столы были почти полны
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παράπλειαι ὦσι τράπεζαι Hom. ap. Plat. (v. l. παρὰ δὲ πλήθωσι τράπεζαι) — столы были почти полны
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παράπλειος — εία, ον, Α ο σχεδόν γεμάτος («ὅταν παραπλεῑαι ὦσι τράπεζαι σίτου καὶ κρειῶν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πλεῖος, επικ. τ. τού πλέος (< πίμπλημι, βλ. λ. πλέως)] … Dictionary of Greek